- καταπραύνωμεν
- καταπραύ̱νωμεν , καταπραύνωsoftenaor subj act 1st plκαταπραύ̱νωμεν , καταπραύνωsoftenpres subj act 1st plκαταπρᾱύ̱νωμεν , καταπραύνωsoftenaor subj act 1st plκαταπρᾱύ̱νωμεν , καταπραύνωsoftenpres subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.